χαλάζι

χαλάζι
Ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που αποτελείται από κόκκους πάγου, συνήθως σφαιροειδείς, με διάμετρο που ποικίλλει από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά του μέτρου. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια καταιγίδων και καμιά φορά συνοδεύεται από βροχή, η διάρκειά του, όμως, σπάνια υπερβαίνει μερικά λεπτά της ώρας, μολονότι εκδηλώνεται με ασυνήθιστη ένταση και σφοδρότητα. Οι χαλαζόκοκκοι σχηματίζονται μέσα στα καταιγιδοφόρα νέφη (σωρειτομελανίες) είτε κατά την παγοποίηση των βροχοσταγόνων, όταν αυτές βρεθούν σε στρώματα αέρα αρκετά ψυχρά, είτε με την αύξηση των παγοκρυστάλλων κατά τη σύγκρουσή τους με υδροσταγόνες εν υπερτήξει. Όταν οι χαλαζόκοκκοι έχουν ακόμα μικρό βάρος, όταν δηλαδή βρίσκονται στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξής τους, μπορεί να παρασύρονται προς τα πάνω από ισχυρά ανοδικά ρεύματα και κατόπιν να πέφτουν προς τα κάτω μέσα στο νέφος· αυτό μπορεί να συμβεί πολλές φορές, με αποτέλεσμα να συναντούν οι χαλαζόκοκκοι εναλλακτικά υδροσταγόνες και υδρατμούς και να σχηματίζονται διαδοχικά γύρω από τον πυρήνα τους διαφανή και αδιαφανή στρώματα πάγου, όπως διαπιστώνεται από τις τομές τους. Στις εύκρατες περιοχές, στις οποίες παρατηρείται και το μέγιστο της συχνότητας, το χ. πέφτει κατά προτίμηση κατά τους θερμούς μήνες και κατά τις μεταμεσημβρινές ώρες. Σοβαρές είναι οι ζημιές που προκαλεί το χ. στη γεωργία και για την αποφυγή του κινδύνου αυτού έχουν γίνει μέχρι σήμερα πολλές προσπάθειες όπως, παλαιότερα, με αντιχαλαζικούς πυραύλους που, εξαπολυόμενοι προς τα νέφη, τα οποία πιθανόν να οδηγούνταν στον σχηματισμό χ., εκρήγνυντο και προκαλούσαν διαταραχές πίεσης και θερμοκρασίας με πιθανότητες να μετατραπεί το χ. σε βροχή. Τελευταία χρησιμοποιείται, για τον ίδιο σκοπό, η μέθοδος ραντισμού των νεφών από αεροπλάνο, με σφαιρίδια ξηρού πάγου ή με ιωδιούχο άργυρο. Τοπίο στην αγγλική επαρχία ύστερα από ισχυρή καταιγίδα συνοδευόμενη από χαλάζι (φωτ. ΑΠΕ). Κόκκος χαλαζιού όπως σχηματίζεται στα νέφη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το / χαλάζιον, ΝΜ, και χαλάζιν Μ [χάλαζα]
τύπος ατμοσφαιρικού κατακρημνίσματος υπό μορφή σκληρών κόκκων πάγου, τού οποίου η πτώση συνοδεύει συνήθως τις καταιγίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαλάζι — το βλ. χάλαζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… …   Dictionary of Greek

  • καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • καταχαλαζώ — καταχαλαζῶ, άω (Α) 1. καλύπτω με χαλάζι 2. ρίχνω κάτι σαν χαλάζι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαλαζῶ «ρίχνω χαλάζι»] …   Dictionary of Greek

  • χαλαζώδης — ῶδες, Α [χάλαζα] 1. όμοιος με χαλάζι (α. «χαλαζώδης πάγος», Πλούτ. β. «χαλαζώδη σπέρματα», Αριστοτ.) 2. αυτός που συνοδεύεται από χαλάζι, που φέρνει χαλάζι («χαλαζώδης ἄνεμος», Αριστοτ.) 3. γεμάτος ρόζους, κόμπους 4. (για χοίρο) αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • χαλαζασφάλεια — η, Ν ασφάλεια τής γεωργικής παραγωγής για ενδεχόμενη ζημιά από χαλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλάζι + ασφάλεια (πρβλ. πυρ ασφάλεια)] …   Dictionary of Greek

  • χαλαζούμαι — όομαι, Α [χάλαζα] προσβάλλομαι από χαλάζι, χτυπιέμαι από χαλάζι …   Dictionary of Greek

  • χαλαζώνω — χαλαζῶ, άω, ΝΑ [χάλαζα] ρίχνω χαλάζι («βρέχει και χαλαζώνει», δημ. τραγούδι) αρχ. 1. πέφτω πυκνός σαν χαλάζι 2. υποφέρω από χάλαζα («χαλαζῶσαι ὕες», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”